- κύστεων
- κύστεω̆ν , κύστιςbladderfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυστικός — ή, ό 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χοληδόχο ή στην ουροδόχο κύστη (α. «κυστική αρτηρία» β. «κυστικός πόρος» γ. «κυστικό πλέγμα») 2. ιατρ. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με την παρουσία ή με τον σχηματισμό κύστεων («κυστική ίνωση… … Dictionary of Greek
πνευμάτωση — η / πνευμάτωσις, ώσεως, ΝΜΑ ιατρ. παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την άθροιση αέρα ή αερίων στις φυσικές κοιλότητες, στα ὁργανα ή στους ιστούς τού σώματος (νεοεολλ.) φρ. «κυστική πνευμάτωση τού μεσεντερίου» αλλοίωση που χαρακτηρίζεται… … Dictionary of Greek
σπερματοκυστίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τών σπερματοδόχων κύστεων οι οποίες μολύνονται από τον πάσχοντα προστάτη ή με την κυκλοφορία τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. spermatocystite (< σπέρμα, ατος + κύστη + κατάλ. ίτιδα*)] … Dictionary of Greek
σπερματόρροια — η, Ν ιατρ. η ακούσια εκροή σπέρματος ή μόνον εκκρίματος τών σπερματοδόχων κύστεων ή τού προστάτη, χωρίς αίσθημα ηδονής, συχνά κατά την αφόδευση ή την ούρηση επί χρόνιων νόσων ή διαταραχών τής φυτικής νευρώσεως τών σπερματικών οδών. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
υδατίδωση — η, Ν ιατρ. μορφή εχινοκοκκίασης, παρασίτωση που χαρακτηρίζεται από τον σχηματισμό υδατίδων κύστεων στον οργανισμό, οι οποίες δημιουργούνται από τις προνύμφες τού παρασίτου Echinococcus granulosus. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydatidosis… … Dictionary of Greek
υδατιδίνη — η, Ν ιατρ. οργανική ουσία τών υδατίδων κύστεων … Dictionary of Greek
Ρεκλινγκχάουζεν, νόσος του- — Ονομασία δύο παθήσεων, που επισήμανε ο Γερμανός παθολόγος Φρίντριχ φον Ρεκλινγκχάουζεν (1833 1910). Η πρώτη, που ονομάζεται και νευροϊνωμάτωση, αντιστοιχεί σε μια κατάσταση συγγενή και συχνά οικογενή, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση… … Dictionary of Greek